- κοινωνικοποίηση
- Η διαδικασία μέσω της οποίας το άτομο εντάσσεται στο κοινωνικό σύνολο, αποκτώντας κοινωνική συμπεριφορά που είναι αποδεκτή από την κοινωνική ομάδα. Ειδικότερα, η κοινωνική ψυχολογία χρησιμοποιεί τον όρο κ. για την εξελικτική διαδικασία με την οποία το άτομο αποκτά πρότυπα συμπεριφοράς που βασίζονται στο φύλο, στην ηλικία του και σε άλλους παράγοντες, με βάση τα κριτήρια που αποδέχεται η οικογένεια ή οι κοινωνικές, εθνικές και θρησκευτικές ομάδες στις οποίες ανήκει. Επομένως, η κ. καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από κοινωνικο-πολιτιστικά πρότυπα και επιταγές, γιατί τα τελευταία καθορίζουν τα κίνητρα, τις διαθέσεις και τα κριτήρια αξιών του ατόμου, υπαγορεύοντας τη συμπεριφορά του. Παράλληλα παρεμβαίνουν οι ψυχολογικές διαδικασίες της ωρίμανσης και της μάθησης του ατόμου, οι οποίες είναι στενά συνδεδεμένες με τη διαπροσωπική επικοινωνία και την κατανόηση των αντιδράσεων του συνανθρώπου.
Οι πρώτες κοινωνικές σχέσεις του ανθρώπου συνάπτονται μέσα στην οικογένεια. Οι σταθερές σχέσεις του νεογνού με τη μητέρα του για την ικανοποίηση στοιχειωδών αναγκών (τροφή, προστασία από επιβλαβείς φυσικούς παράγοντες κλπ.) επηρεάζουν τις διαθέσεις του έναντι των άλλων (που εκφράζονται με τη μιμική) και τις προσδοκίες του από αυτούς. Αργότερα το παιδί υποδύεται διάφορους και συχνά αντίθετους ρόλους (π.χ. πατέρας-γιος, αξιωματικός-στρατιώτης, αγοραστής-πωλητής), που αποτελούν ένα είδος ασκήσεων για τη μελλοντική συμπεριφορά του.
Με την πάροδο του χρόνου οι σχέσεις του με τα πρόσωπα και τις καταστάσεις ολοκληρώνονται και οργανώνονται σε ευρύτερες και σημαντικότερες ενότητες. Το παιδί αποκτά την ικανότητα να προβλέπει τις αντιδράσεις του γενικευμένου άλλου –δηλαδή της ομάδας και της κοινωνίας ως οργανωμένο σύνολο– και, επομένως, να ρυθμίζει τη συμπεριφορά του προβλέποντας τις κοινωνικές συνέπειες.
Μελετητές καθόρισαν συγκεκριμένα εξελικτικά στάδια για τις διάφορες ηλικίες: μάθηση της ομιλίας, συνειδητοποίηση του φύλου, χειραφέτηση από τους γονείς, προετοιμασία για τον γάμο και την οικογενειακή ζωή κλπ. Τα στάδια αυτά αποτελούν σημεία αναφοράς για την εκτίμηση της προσαρμογής του ατόμου στην κοινωνία, δηλαδή του βαθμού κ. στον οποίο έφτασε.
Σύμφωνα με τη νεότερη κοινωνιολογία, η κ. υπό ευρεία έννοια αναφέρεται σε μια διαδικασία η οποία τείνει στην υπερνίκηση των φαινομένων ατομισμού και εξατομίκευσης που χαρακτηρίζουν τη σύγχρονη κοινωνία. Ωστόσο, η έννοια της κ., όπως αυτή εκφράστηκε από διάφορες κοινωνιολογικές σχολές, έχει διττή σημασία. Σύμφωνα με την άποψη που συνδέεται με τις θεωρίες του Μαρξ, η κ. αποτελεί κυρίως μια οικονομική διαδικασία, η οποία συνίσταται στην κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής και στη δημιουργία ενός νέου κοινωνικοποιημένου τρόπου παραγωγής. Η άποψη αυτή καθιστά την ατομική ιδιοκτησία ως την πρώτη αιτία του κοινωνικού διαχωρισμού, της εκμετάλλευσης και της αλλοτρίωσης του ανθρώπου. Όπως υποστηρίζεται, η κ. των μέσων παραγωγής θα συμβάλλει στην υπερπήδηση των οικονομικών κρίσεων και στην επικράτηση ενός κοινωνικά ολοκληρωμένου πολιτισμού και ενός ολοκληρωμένουανθρώπου. Υπό αυτή την έννοια η κ. συνεπάγεται την ολοκληρωτική μεταβολή της κοινωνικής δομής, με την απαλλοτρίωση των μέσων της παραγωγής, την αντικατάσταση της οικονομίας της αγοράς από μια συλλογική διεύθυνση της παραγωγικής δραστηριότητας και τη διανομή του εθνικού προϊόντος στο κοινωνικό σύνολο. Επομένως, ο όρος κ. δεν συγχέεται με την εθνικοποίηση, που σημαίνει το σύνολο των μέτρων με τα οποία το κράτος αναλαμβάνει τη διεύθυνση μεμονωμένων επιχειρήσεων ή και ομάδων επιχειρήσεων ολόκληρων οικονομικών τομέων. Παρότι η εθνικοποίηση μπορεί πράγματι να αποτελέσει την πρώτη φάση της κ., είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί και περιοριστικά σε μεμονωμένες επιχειρήσεις ή ομάδες επιχειρήσεων, μέσα στα πλαίσια ενός καθεστώτος που ρυθμίζεται από τους κανόνες της οικονομίας της αγοράς.
Η δεύτερη κοινωνιολογική σημασία του όρου κ. έχει περισσότερο ψυχολογικό περιεχόμενο: τονίζει τη διαδικασία –και συγχρόνως την ανάγκη– ανάπτυξης της ανθρώπινης κοινωνικότητας, που απορρέει από την αναγνώριση της κοινωνικής ψυχολογικής δομής του ατόμου, δηλαδή του χαρακτηριστικού του να αποτελεί «όργανο της κοινωνίας» (Ντιρκέμ). Για την υπερνίκηση της λεγόμενης κοινωνικήςαπόστασης (Παρκ, Μπογκάρντους) αποδίδεται ιδιαίτερος ρόλος στην εκπαίδευση και στην προώθηση της κοινωνικής κινητικότητας (δυνατότητας μεταβολής τόπου κατοικίας και κοινωνικής θέσης).
Τα μικρά παιδιά μυούνται στη συμπεριφορά του φύλου τους και στα κοινωνικά καθήκοντα μέσα από διάφορα παιχνίδια μίμησης των μεγάλων.
* * *η1. (ψυχολ.) α) η διαδικασία με την οποία ένα άτομο εντάσσεται και ενσωματώνεται στο κοινωνικό σύνολοβ) η εξελικτική διαδικασία με την οποία το άτομο αποκτά πρότυπα συμπεριφοράς, σύμφωνα με την ηλικία, το φύλο κ.λπ., κατά τα κριτήρια που παραδέχονται η οικογένειά του και οι κοινωνικές, εθνικές, θρησκευτικές και άλλες ομάδες στις οποίες μετέχει ως μέλος μιας κοινωνίας2. (οικον.) η μετατροπή τών μέσων παραγωγής και ανταλλαγής καθώς και τών φυσικών πόρων από αγαθά ατομικής ιδιοκτησίας σε αγαθά κοινωνικής ιδιοκτησίας, σε αγαθά τού κοινωνικού συνόλου.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινωνικοποιῶ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. socialization].
Dictionary of Greek. 2013.